- ανάπαιστος
- Μετρικός πόδας. Αποτελείται από δύο βραχείες και μία μακρά συλλαβή στην αρχαία ελληνική ποίηση και από δύο άτονες και μία τονισμένη στη νεότερη. Το κύριο σχήμα του είναι το εξής:
άρση θέση
__’
Σε πολλές περιπτώσεις, τα αναπαιστικά μέτρα δέχονται αντί για α. δάκτυλο, σπονδείο (_ _’) και σπανιότερα παρακελευσματικό ( ’). Οι αναπαιστικοί στίχοι σχηματίζονται συνήθως από τέσσερις α., που συγκροτούν, αν υπολογιστούν ανά δύο (κατά διποδία), το λεγόμενο αναπαιστικό δίμετρο, που έχει το εξής σχήμα:
– – // – –
Στην αρχαία ελληνική μετρική, εκτός από το αναπαιστικό δίμετρο, ήταν συνηθισμένο και το αναπαιστικό τετράμετρο, που το σχημάτιζαν τέσσερα αναπαιστικά μέτρα, δηλαδή οκτώ α., από τους οποίους ο τελευταίος ήταν ελλιπής, δηλαδή καταληκτικός. Οι α. χρησιμοποιούνταν τόσο στα ελεγειακά όσο και στα κωμικά μέρη και με διάφορες παραλλαγές, που προέρχονταν από την αντικατάστασή τους από σπονδείους, δακτύλους ή παρακελευσματικούς. Είναι γνωστό ότι α. ονομαζόταν αναλογικά και το κυριότερο μέρος της παράβασης. Στη νεοελληνική μετρική οι βραχείες και μακρές συλλαβές αντικαταστάθηκαν αντίστοιχα από άτονες και τονισμένες.
* * *ο (Α ἀνάπαιστος, -ον)νεοελλ.1. μετρικός πόδας που αποτελείται από δύο άτονες και μία τονισμένη συλλαβή2. στίχος που αποτελείται από αναπαίστουςαρχ.1. αυτός που ανακρούεται, που αναπάλλεται2. μετρικός πόδας που αποτελείται από δύο βραχείες και μία μακρά συλλαβή3. στίχος που αποτελείται από αναπαίστους4. (το αρσ. στον πληθ.) οἱ ἀνάπαιστοιη παράβαση* στην κωμωδία5. (το ουδ. στον πληθ.) τὰ ἀνάπαιστασατιρικά ή άσεμνα ποιήματα σε αναπαιστικό μέτρο.[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀναπαίω.ΠΑΡ. αναπαιστικός.ΣΥΝΘ. μσν. ἀναπαιστοπυρρίχιος, ἀναπαιστοσπόνδειος].
Dictionary of Greek. 2013.